θερμοκαυτηρίαση

θερμοκαυτηρίαση
η
ιατρ. η χρησιμοποίηση θερμοκαυτήρα για χειρουργικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocauterisation < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + cauterisation (πρβλ. καυτηρίαση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θερμοκαυτηρίαση — η καυτηρίαση με θερμοκαυτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”